καύκα

From LSJ

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129

Greek Monolingual

(I)
η (Μ καύκα και καύκη)
1. το καυκί
2. κεφάλι, κρανίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καῦκος, «κούπα», με αλλαγή γένους].
(II)
και καύχα, η (Μ καύκα και καύχα)
η ερωμένη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < καῦκος, «κούπα», όπως και το καύκα (I) («αυτή μαζί με την οποία πίνει κανείς, η ερωμένη»)].