κεδρίνεος

From LSJ

Σαυτὸν φύλαττε τοῖς τροποῖς ἐλεύθερον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Bewahre deine Freiheit dir durch deine Art

Menander, Monostichoi, 485
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεδρίνεος Medium diacritics: κεδρίνεος Low diacritics: κεδρίνεος Capitals: ΚΕΔΡΙΝΕΟΣ
Transliteration A: kedríneos Transliteration B: kedrineos Transliteration C: kedrineos Beta Code: kedri/neos

English (LSJ)

[ῐ], α, ον, poet. for κέδρινος, of cedar, made from cedar Nic.Al.488.

German (Pape)

[Seite 1411] = Folgdm; πίσσα Nic. Al. 488.

Greek (Liddell-Scott)

κεδρίνεος: -α, -ον, ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἑπομ., Νικ. Ἀλ. 488.

Greek Monolingual

κεδρίνεος, -έα, -ον
(Α)
ποιητ. τ. του κέδρινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέδρος + κατάλ. -ίνεος, (παρεκτεταμένη μορφή της κατάλ. -ινος), πρβλ. ελεφαντίνεος, ερίνεος. Ο τ. κεδρίνεος χρησιμοποιείται αντί του κέδρινος για μετρικούς λόγους].