κελεύθειος
From LSJ
ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει → take up thy bed and walk, take up your bed and walk, pick up your mat and walk
English (LSJ)
α, ον, belonging to the road, κελεύθειοι δαίμονες Id.: κελεύθεια, epithet of Athena at Sparta, Paus.3.12.4.
German (Pape)
[Seite 1414] zum Wege gehörig, Hesych.; ἡ Κελευθεία, Beiname der Athene, Paus. 3, 12, 4.
Greek (Liddell-Scott)
κελεύθειος: -α, -ον, ἀνήκων εἰς ὁδόν, «ἐνόδιοι δαίμονες» Ἡσύχ.·- κελεύθειᾰ, ἡ, ἐπὶ τῆς Ἀθηνᾶς, Παυσ. 3. 12, 4.
Greek Monolingual
κελεύθειος, -α, -ον (Α) κέλευθος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε οδό, σε δρόμο («κελεύθειοι δαίμονες», Ησύχ.)
2. (το θηλ. ως κύριο όν.) ή Κελεύθεια
επίθ. της Αθηνάς στη Σπάρτη.