κεντρόφυγος

From LSJ

μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so

Source

Greek Monolingual

-η, -ο θηλ. και -ος
1. αυτός που έχει την τάση να απομακρύνεται από το κέντρο, φυγόκεντρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. centrifuge (< centri-, πρβλ. κεντρο-) + -fuge (πρβλ. -φυξ < φεύγω). Η λ., στον λόγιο τ. κεντρόφυξ, μαρτυρείται από το 1766 στον Νικηφόρο Θεοτόκη].