κερατόλιθος

From LSJ

ἐν τῷ τὴν μὲν ὡραίην οὐκ ὕει λόγου ἄξιον οὐδέν → in the fact that there is no rain to speak of at the usual season for rain

Source

Greek Monolingual

ο
(πετρογρ.) πολύ λεπτόκοκκο χαλαζιακό πέτρωμα, ποικιλία του διοξειδίου του πυριτίου, που αποτελεί κρυπτοκρυσταλλική μορφή του χαλαζία, με ελάχιστες προσμίξεις, αλλ. πυριτόλιθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας, -τος + λίθος. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. chert and flint].