κερκοπίθηκος
From LSJ
English (LSJ)
[ῐ], ὁ, long-tailed ape, Str.15.1.29, Plin.HN8.72, etc.
German (Pape)
[Seite 1424] ὁ, ein Schwanzaffe, Strab. XV, 699 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κερκοπίθηκος: ῐ, ὁ, πίθηκος ἔχων μακρὰν οὐράν, Στράβ. 699.
Greek Monolingual
ο (Α κερκοπίθηκος)
γένος πιθήκων που ανήκει στην οικογένεια κερκοπιθηκίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρκος + πίθηκος. Η λ. κατέστη διεθνής επιστημονικός όρος, πρβλ. αγγλ. cercopithecus].