κεφαλόβρωτος

From LSJ

πρᾶγμα ἐλπίδος κρεῖσσον γεγενημένον → the thing worse than one expected

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεφᾰλόβρωτος Medium diacritics: κεφαλόβρωτος Low diacritics: κεφαλόβρωτος Capitals: ΚΕΦΑΛΟΒΡΩΤΟΣ
Transliteration A: kephalóbrōtos Transliteration B: kephalobrōtos Transliteration C: kefalovrotos Beta Code: kefalo/brwtos

English (LSJ)

κεφαλόβρωτον, eaten away at the top, (βιβλία) Arch.Pap.6.101 (ii A.D.).

Greek Monolingual

κεφαλόθρωτος, -ον (Α)
πάπ. (για βιβλία) ο φαγωμένος στην κορυφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο)- + -βρωτος (< βρωτός < βιβρώσκω «τρώγω»), πρβλ. ημίβρωτος, καρπόβρωτος].