κεφαλώνω
From LSJ
ἐβόα καὶ βαρβαρικῶς καὶ Ἑλληνικῶς → shouted out both in Persian and Greek, shouted out in the barbarian tongue and in Greek
ἐβόα καὶ βαρβαρικῶς καὶ Ἑλληνικῶς → shouted out both in Persian and Greek, shouted out in the barbarian tongue and in Greek
κεφαλή
1. εγκαθίσταμαι σε κάποια χώρα ως κυρίαρχος, γίνομαι αφέντης
2. αποκτώ περιουσία με την οποία μπορώ ν' αρχίσω δική μου εργασία, ευπορώ
3. σφυροκοπώ την αιχμηρή άκρη καρφιού για να το πλατύνω και να σχηματίσω κεφαλή.