κηδεμονεύω
From LSJ
τὰ καλὰ καὶ συμφέροντα ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν καὶ εἰρήνην τῷ κόσμῳ → what is good and profitable to our souls, and for peace to the world
English (LSJ)
to be a guardian, παίδων Just.Nov.94.2:—Pass., to be a ward, ib.18.9.
Greek (Liddell-Scott)
κηδεμονεύω: κηδεμονέω, μεταγεν., ἴδε Κόντον ἐν Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 122.
Greek Monolingual
(ΑΜ κηδεμονεύω) κηδεμών
ασκώ καθήκοντα κηδεμόνα, έχω κάτι ή κάποιον υπό την κηδεμονία μου (α. «κηδεμονεύει τα παιδιά του αδελφού του» β. «κηδεμονεύειν παίδων», Ιουστιν.).