κηλητήριον
From LSJ
παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names
English (Woodhouse)
(see also: κηλητήριος) charm, enchantment
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
moyen pour charmer, charme magique, sortilège.
Étymologie: κηλητήριος.
Russian (Dvoretsky)
κηλητήριον: τό магическое средство, волшебство Soph.