κηρωτάριον

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηρωτάριον Medium diacritics: κηρωτάριον Low diacritics: κηρωτάριον Capitals: ΚΗΡΩΤΑΡΙΟΝ
Transliteration A: kērōtárion Transliteration B: kērōtarion Transliteration C: kirotarion Beta Code: khrwta/rion

English (LSJ)

τό, wax plaster, Sor.1.50, Damocr. ap. Gal.13.225.

German (Pape)

[Seite 1435] τό, Wachspflaster, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

κηρωτάριον: τό, ἔμπλαστρον ἐκ κηροῦ, Διοσκ. π. Εὐπορίστ. 1. 214, Σωραν.

Greek Monolingual

κηρωτάριον, τὸ (Α)
έμπλαστρο από κερί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρωτός + κατάλ. -άριον (< λατ. -arium), πρβλ. βεστιάριον, δελφινάριον].