κιλλοβόροι
From LSJ
ἐν μὲν γὰρ εἰρήνῃ καὶ ἀγαθοῖς πράγμασιν αἵ τε πόλεις καὶ οἱ ἰδιῶται ἀμείνους τὰς γνώμας ἔχουσι διὰ τὸ μὴ ἐς ἀκουσίους ἀνάγκας πίπτειν → in peace and prosperity states and individuals have better sentiments, because they do not find themselves suddenly confronted with imperious necessities
English (LSJ)
οἱ, = κιλλίβαντες (in a chariot), Poll.1.143.
Greek Monolingual
κιλλοβόροι, οἱ (Α)
μέρος του σκελετού άρματος, οι κιλλίβαντες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κίλλος + -βόρος (< βορά < βιβρώσκω), πρβλ. χρονοβόρος].