κιμβικεία

From LSJ

Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann

Menander, Monostichoi, 554
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κιμβικεία Medium diacritics: κιμβικεία Low diacritics: κιμβικεία Capitals: ΚΙΜΒΙΚΕΙΑ
Transliteration A: kimbikeía Transliteration B: kimbikeia Transliteration C: kimvikeia Beta Code: kimbikei/a

English (LSJ)

v. sub κιμβεία.

German (Pape)

[Seite 1438] ἡ, u. κιμβικία, kleinlicher Geiz, Knauserei, VLL. Vgl. κιμβεία.

Greek Monolingual

κιμβικεία και κιμβικία, ἡ (Α) κίμβιξ
κιμβεία.