κισσών
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
ῶνος, ὁ, ivy-grove, Hdn.Gr.1.40,al.
German (Pape)
[Seite 1443] ῶνος, ὁ, ein mit Epheu bewachsener Ort, Arcad. p. 15, 14.
Greek (Liddell-Scott)
κισσών: -ῶνος, ὁ, μέρος κατάφυτον ἐκ κισσοῦ, Ἀρκάδ. 15. 14., Θεόγνωστ. 38. 27.