κιτώνιον
From LSJ
Γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν σαυτοῦ βίον → Cave salutem feminae credas tuam → Vertraue keiner Frau je an dein Lebensgut
Full diacritics: κιτώνιον | Medium diacritics: κιτώνιον | Low diacritics: κιτώνιον | Capitals: ΚΙΤΩΝΙΟΝ |
Transliteration A: kitṓnion | Transliteration B: kitōnion | Transliteration C: kitonion | Beta Code: kitw/nion |
τό, Dim. of κιτών, Doric (esp. Sicil.) for χιτών.
κιτώνιον, τὸ (Α)
μικρός χιτώνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιτώνιον με απώλεια της δασύτητας].