κοινοπληθής
From LSJ
καὶ νῦν περὶ ἀρετῆς ὃ ἔστιν ἐγὼ μὲν οὐκ οἶδα, σὺ μέντοι ἴσως πρότερον μὲν ᾔδησθα πρὶν ἐμοῦ ἅψασθαι, νῦν μέντοι ὅμοιος εἶ οὐκ εἰδότι → so now I do not know what virtue is; perhaps you knew before you contacted me, but now you are certainly like one who does not know
Greek Monolingual
κοινοπληθής, -ές (Μ)
(για ημέρα) η ημέρα της γενικής συνέλευσης, της συνάθροισης του λαού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -πληθής (< πλῆθος), πρβλ. λευκοπληθής, ομοπληθής].