κοινοχρηστία

From LSJ

τὴν οἴησιν ἔλεγε προκοπῆς ἐγκοπήν → he used to say, Opinion forming is the stoppage of progress

Source

German (Pape)

[Seite 1469] ἡ, = Vorigem, v. l.

Greek (Liddell-Scott)

κοινοχρηστία: ἡ, κοινὴ χρῆσιςχρησιμότης, Οἰκουμεν. εἰς Πράξ. Ἀποστ. (κατὰ Schneid. ἀντὶ -χρησία).

Greek Monolingual

κοινοχρηστία, ἡ (Μ) κοινόχρηστος
1. η κοινή χρήση κάποιου πράγματος
2. η κοινή χρησιμότητα, η κοινή ωφέλεια από ένα πράγμα.