κοινωνατικός
From LSJ
Γράμματα μαθεῖν δεῖ καὶ μαθόντα νοῦν ἔχειν → Prudentia opus est, ubi didiceris litteras → Das Lesen lerne, Schreiben, und dann aufgepasst
English (LSJ)
hyper-Doric for κοινωνητικός.
Greek Monolingual
κοινωνατικός, -ή, -όν (Α)
(δωρ. τ.) βλ. κοινωνητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κοινωνητικός.