κοινωνικότητα
From LSJ
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
Greek Monolingual
η κοινωνικός
1. η τάση προς συμβίωση με άλλους ανθρώπους στην κοινωνία και η προσαρμογή στις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη συμβίωση αυτή
2. η ιδιότητα του κοινωνικού ανθρώπου, η καλή κοινωνική συμπεριφορά και η γνώση τών τρόπων καλής συμπεριφοράς, ευπροσηγορία, προσήνεια
3. επιδίωξη συναναστροφής με άλλους, αγάπη τών συναναστροφών.