κοιτασμός

From LSJ

Μήποτε γάμει γυναῖκα κοὐκ ἀνοίξεις τάφον → Eris immortalis, si non ducis mulierem → Nimm nie dir eine Frau, erspare dir dein Grab

Menander, Monostichoi, 362
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοιτασμός Medium diacritics: κοιτασμός Low diacritics: κοιτασμός Capitals: ΚΟΙΤΑΣΜΟΣ
Transliteration A: koitasmós Transliteration B: koitasmos Transliteration C: koitasmos Beta Code: koitasmo/s

English (LSJ)

ὁ, folding, βοῶν PMeyer 12.24 (ii A.D.), etc.

Greek Monolingual

κοιτασμός, ὁ (AM) κοιτάζω
μσν.
το μέρος όπου πλαγιάζει κάποιος, η κοίτη
αρχ.
(για ζώα) το κλείσιμο σε μάντρα, το μάντρωμα («κοιτασμὸς προβάτων, βοῶν», πάπ.).