κοιτώνας
From LSJ
Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)
Greek Monolingual
ο (AM κοιτών, -ῶνος)
υπνοδωμάτιο, κρεβατοκάμαρα
αρχ.
1. τάφος
2. δωμάτιο στο οποίο διέμεναν τα παιδιά με τις τροφούς, παιδοτροφείο
3. θησαυροφυλάκιο
4. αποβάθρα
5. φρ. α) «ὁ ἐπί (τοῦ) κοιτῶνος» ή «ὁ περὶ τὸν κοιτῶνα» — ο θαλαμηπόλος
β) «ἐν κοιτῶνι ἐστί» — είναι παιδί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοίτη + επίθημα -ών / ῶνος, χαρακτηριστικό ονομάτων που δηλώνουν τόπο (πρβλ. γυναικών, ιππών)].