κολλύριο
From LSJ
Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu
Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu
το (Α κολλύριον) κολλύρα
υγρό φάρμακο τοπικής χρήσης που ενσταλάζεται στα μάτια για θεραπεία οφθαλμικών παθήσεων
αρχ.
1. πολτός, αλοιφή
2. λεπτός πηλός πάνω στον οποίο τυπωνόταν μια σφραγίδα
3. κουλούρα.