κολοκύθι
Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod
Greek Monolingual
το (AM κολοκύντιον, Μ και κολοκύθιον και κολοκύνθι[ο]ν)
νεοελλ.
1. φρ. «κολοκύθια με τη ρίγανη» ή «κολοκύθια τούμπανα» ή «κολοκύθια στο πάτερο» — ή, απλώς, «κολοκύθια» — λόγια ανόητα ή χωρίς σημασία
2. παροιμ. «ο ποντικός δεν χώραε στην τρύπα του κι έσερνε κολοκύθια» — λέγεται γι' αυτούς που προσπαθούν να κάνουν κάτι πέρα από τις δυνάμεις τους
νεοελλ.-μσν.
1. ο καρπός του φυτού κολοκυθιά
2. δοχείο υγρών που κατασκευάζεται από τον καρπό ενός είδους του φυτού κολοκυθιά, νεροκολοκύθα
αρχ.
(υποκορ. του κολοκύνθη) μικρή κολοκυθιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κολοκύντιον < κολοκύνθιον. Ο τ. κολοκύνθιον, υποκορ. του κολοκύνθη, και ο τ. κολοκύθι(ον) με απλοποίηση του συμπλέγματος -νθ- (πρβλ. ανθός: αθός)].