κονιοποιώ

From LSJ

Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm

Menander, Monostichoi, 230

Greek Monolingual

μεταβάλλω στερεή ουσία σε σκόνη με τρίψιμο, κοπάνισμα ή άλεσμα, λειοτριβώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόνις + -ποιώ (< ποιός < ποιώ), πρβλ. κονιορτοποιώ, τακτοποιώ. Η λ. στη μτχ. κονιοποιούμενος μαρτυρείται από το 1886 στον Παύλο Ιωάννου].