κοπτός

From LSJ

Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr

Menander, Monostichoi, 228
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοπτός Medium diacritics: κοπτός Low diacritics: κοπτός Capitals: ΚΟΠΤΟΣ
Transliteration A: koptós Transliteration B: koptos Transliteration C: koptos Beta Code: kopto/s

English (LSJ)

κοπτή, κοπτόν,
A chopped small or pounded, ἰσχάς Cratin.371; τυρός Antiph.133.8.
II κοπτὴ σησαμίς, a cake of pounded sesame, Artem.1.72 codd.; κοπτή alone in this sense, Sopat.17, AP12.212 (Strat.), POxy.113.31 (ii A. D.), Alex.Trall.1.15.
2 κοπτή, ἡ, lozenge, pastille, Dsc.2.103, Archig. ap. Orib.8.46.8.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
meurtri.
Étymologie: κόπτω.

Greek (Liddell-Scott)

κοπτός: -ή, -όν, κεκομμένος εἰς μικρὰ τεμάχια ἢ κοπανισμένος πρβλ. κόπτω Ι. 8), ἰσχὰς Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 112· τυρὸς Ἀντιφάν. ἐν «Κύκλωψι» 2. 8. ΙΙ. κοπτὴ σησαμίς, πλακοῦς ἐκ κοπανισμένου σησάμου, Ἀρτεμίδ. 1. 72· καὶ κοπτὴ μόνον, ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, Σώπατ. παρ’ Ἀθην. 649Α, Ἀνθ. Π. 12. 212. 2) φάρμακον κοπανισμένον, Γαλην.

Greek Monolingual

κοπτός, -ή, -όν (Α)
βλ. κοφτός.

Greek Monotonic

κοπτός: -ή, -όν, κομμένος σε μικρά κομμάτια, τεμαχισμένος· κοπτή, , πλακούντας από κοπανισμένο σουσάμι, σε Ανθ.

Middle Liddell

κοπτός, ή, όν
chopped small: κοπτή, ἡ, a cake of pounded sesame, Anth.