κοραλλιολόγος
From LSJ
Καὶ ζῶν ὁ φαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft
Greek Monolingual
ο
επιστήμονας που ασχολείται με τη μελέτη τών κοραλλιών και τών κοραλλιογενών σχηματισμών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοράλλιο + -λόγος < λόγος < λέγω (πρβλ. γλωσσολόγος, μεταλλειολόγος)].