τὸν νέον τίνα οἴει καρδίαν ἴσχειν → what do you think are his feelings
(I)κόρα(για σπυρί ή τραύμα) κάνω πέτσα, σχηματίζω εσχάρα, κρούστα, κόρα.(II)κοριόςγεμίζω κοριούς.