κοσκινόγυρος
From LSJ
οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good
English (LSJ)
ὁ, = τηλία, Sch.Ar.Pl.1038.
Greek (Liddell-Scott)
κοσκῐνόγῡρος: ὁ, = τηλία, δηλ. ἡ περιφέρεια τοῦ κοσκίνου, Γλωσσ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 1038.
Greek Monolingual
ο (ΑM κοσκινόγυρος)
η κυκλική ξύλινη πλευρά του κόσκινου
μσν.
ως επίθ. κοσκινόγυρος, -ον
αυτός που έχει περιφέρεια κόσκινου.
German (Pape)
[ῡ], ὁ, = τηλία, Schol. Ar. Plut. 1038.