ἤπειρον εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων πόδα → departing to the limitless mainland
Ionic for ποτέ.
ion. c. ποτέ.
κοτέ (Α)ιων. τ. βλ. ποτέ.
κοτέ: ион. = ποτέ.
ion. = ποτέ.