κουβαριάζω

From LSJ

Μακρὸς γὰρ αἰὼν συμφορὰς πολλὰς ἔχει → Mala multa secum longa ferre aetas solet → Ein langes Leben bietet Leid in großer Zahl

Menander, Monostichoi, 351

Greek Monolingual

και κουβαρίζω (Μ κουβαριάζω και κουβαρίζω) κουβάρι
τυλίγω νήμα σε κουβάρι
νεοελλ.
1. συστρέφω ή τσαλακώνω κάτι («έβγαλε από το κεφάλι τη μπόλια της και κουβαριάζοντάς την τήν έριξε χάμου με ορμή», Θεοτ.)
2. εξαπατώ κάποιον, τον τυλίγω
3. μέσ. κουβαριάζομαι
α) συσφίγγομαι, μαζεύομαι, ζαρώνω, κυρίως από αρρώστια, πόνο, βάσανα, γηρατειά
β) πέφτω απότομα καταγής, σωριάζομαι.