κουλλούρα

From LSJ

Δίκαια δράσας συμμάχους ἕξεις θεούς → Opem tibi deus, iusta si egeris, feret → Gerechtes Handeln schenkt der Götter Beistand dir

Menander, Monostichoi, 126

Greek Monolingual

και κουλούρα, η (Μ κουλλούρα)
ψωμί με στρογγυλό σχήμα και, συνήθως, με τρύπα στη μέση
νεοελλ.
1. οποιοδήποτε αντικείμενο έχει στρογγυλό, κυκλικό σχήμα
2. (σχετικά με τη βαθμολογία μαθητών) μηδενικό
3. (ειρωνικά) το στεφάνι του γάμου («τήν έβαλε την κουλούρα κι αυτός, ενώ έλεγε ότι δεν θα παντρευτεί»)
4. (στην αλιευτική) εργαλείο με μορφή και σχήμα μεγάλου κρίκου, που χρησιμοποιείται για την απόσπαση από τον βυθό της θάλασσας διχτιών ή παραγαδιών που έχουν μπερδευτεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κολλούρα, με κώφωση του -ο- σε -ου-].