κοψοκεφαλιάζω
From LSJ
Οὐδεὶς ἀνίας χρήματα δοὺς ἐπαύσατο → Nullum e maerore exemit data pecunia → Mit Geld hat keiner noch beendet eine Qual
Greek Monolingual
κόβω το κεφάλι ή την κορυφή κάποιου, κουτσοκεφαλιάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοψ(ο)- + -κεφαλ-ιάζω (< κεφάλι), πρβλ. πονοκεφαλιάζω, σπαζοκεφαλιάζω].