ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν ὑδρορρόαι δύο ῥέουσιν μέλανος → two streams of black run from the eyes
v. κρέας.
κρέᾰ: эп. pl. к κρέας.
κρέα nom. / acc. plur. van κρέας.