κρίθμο
κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils
Greek Monolingual
το (Α κρίθμον και κρῆθμον, τὸ και κρίθμος και κρήθμος και κρηθμός, ὁ)
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια σκιαδοφόρα και το οποίο απαντά σε παράκτιους γκρεμούς και βράχους, στην άμμο και στα βότσαλα τών ακτών της Μεσογείου και τών δυτικών ακτών της Ευρώπης, κν. κρίταμο ή αλμυριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ., πιθ. δάνεια λ. Η λ. ως διεθνής επιστημον. όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. γαλλ. crihmum].
Translations
ar: قرثمن بحري; arz: قرثمن بحرى; bg: морски копър; ca: fonoll marí; co: bassiccia; cs: motar přímořský; cy: corn-carw'r môr; de: Meerfenchel; el: κρίταμο; grc: κρῆθμον, κρηθμόν, βατίς; en: crithmum, samphire, rock samphire, sea fennel; eu: itsas mihilu; fa: رازیانه دریایی; fi: merifenkoli; fr: criste marine; ga: craobhraic; gv: lus ny greg; he: קריתמון ימי; hr: motar; kk: теңіз аскөгі; la: Crithmum maritimum; lt: pajūrinis kritmas; ms: balung bahar; nl: zeevenkel; nn: sanktpeterskjerm; no: sanktpeterskjerm; pl: kowniatek nadmorski; ru: критмум; sh: motar; sv: strandsilja; tr: kaya koruğu; uk: критмій морський