κραββατοφόριος
From LSJ
Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt
Greek Monolingual
κραββατοφόριος, ὁ (Α)
φέρετρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κραββατοφόριος αντί του ορθτ. κραββατοφόρος < κράββατος + -φορος (< φόρος < φέρω), πρβλ. κανηφόρος, νεκροφόρος.