κρανιολογικός

From LSJ

Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.

Source

Greek Monolingual

-ή, -ο
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κρανιολογία.
επίρρ...
κρανιολογικώς
από κρανιολογική άποψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλ. craniologique < γαλλ. craniologie < crani(o)- (< μσν. λατ. cranium < κρανίον) + -logie (< αρχ. γαλλ. -logie < λατ. -logia < -λογία < -λόγος < λέγω). Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον Χαράλ. Παμπούκη].