λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
ημηχανή που κόβει το κρέας σε κιμά.[ΕΤΥΜΟΛ. < κρεατο- (βλ. κρεο-) + μηχανή.