κρειττούμαι

From LSJ

Ζῆθι προσεχόντως ὡς μακρὰν ἐγγὺς βλέπων → Ne temere vivas: specta longa et proxima → Pass auf im Leben: blick auf das, was fern und nah

Menander, Monostichoi, 191

Greek Monolingual

κρειττοῦμαι, -όομαι (Α) κρείττων
(για την άμπελο) αναπτύσσω παρά φύση υπέρμετρη βλάστηση.