κρεμάδα

From LSJ

Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 436

Greek Monolingual

η
σταφύλι που φυλάγεται κρεμασμένο για να διατηρηθεί για πολύ καιρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρεμ- του κρεμῶ + κατάλ. -άδα, που απαντά συνήθως σε μετονοματικά παρ. (πρβλ. ασχημάδα, λεμονάδα)].