κρεμμυδότσουφλο
From LSJ
Χειμὼν κατ' οἴκους ἐστὶν ἀνδράσιν γυνή → Mulier marito saeva tempestas domi → Als ein Gewitter tobt im Haus dem Mann die Frau
Greek Monolingual
και κρομμυδότσουφλο, το
ο φλοιός του κρεμμυδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρεμμύδι / κρομμύδι + -τσουφλο (< τσόφλι), πρβλ. αβγότσουφλο, καρυδότσουφλο].