κρησάρα
From LSJ
πόλεώς ἐστι θάνατος, ἀνάστατον γενέσθαι → for a city destruction is like death
Greek Monolingual
η (Α κρησέρα, ιων. τ. κρησέρη, ελεατ. κραἅρα)
λεπτό κόσκινο με το οποίο καθαρίζεται το αλεύρι από τα πίτουρα, αλλ. σήτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει επίθημα -έρα (πρβλ. διφθέρα, χολέρα). Προβληματική παραμένει η προέλευση του θ. κρησ-. Οι απόψεις ότι συνδέεται πιθ. με το ρ. κρίνω ή ότι προέρχεται από αμάρτυρο κρησις ή κρησος «κοσκίνισμα» (< θ. crē-, πρβλ. λατ. cretus «χωρισμένος») παραμένουν αβέβαιες. Ο νεοελλ. τ. κρησάρα < κρησέρα, με αφομοίωση του -ε- σε -α- ή αναλογ. επίδραση συναφών καταλήξεων].