κριθώδης
From LSJ
καὶ τὸ σιγᾶν πολλάκις ἐστὶ σοφώτατον ἀνθρώπῳ νοῆσαι → and silence is often the wisest thing for a man to heed, and often is man's best wisdom to be silent, and often keeping silent is the wisest thing for a man to heed
English (LSJ)
κριθῶδες, like barley, made of it, κριθώδεις πτισάναι, = ὅλη πτισάνη, opp. χυλός, Hp.Acut.40.
German (Pape)
[Seite 1509] ἄρτος, Gerstenbrot, Nonn.
Greek (Liddell-Scott)
κρῑθώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς κριθήν, ἐκ κριθῆς, κριθώδης πτισάνη, = ὅλη πτισάνη, ἀντίθετ. τῷ χυλός, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 390, ἴδε πτισάνη· κρ. ἄρτος Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. Ϛϳ, 25.
Greek Monolingual
κριθώδης, -ῶδες (Α) κριθή
αυτός που μοιάζει με κριθάρι ή αυτός που έχει παρασκευαστεί από κριθάρι, κριθαρένιος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κριθώδης -ες [κριθή] gerste-:. κ. πτισάνη gerstewater Hp.