κροκοδίλινος
From LSJ
οὐ γὰρ συμφύεται τὰ πεπηγότα ὤσπερ τὰ ὑγρά (Aristotle, Meteorologica 348a.14) → since solid bodies/frozen drops cannot coalesce like liquid ones
English (LSJ)
η, ον, = κροκοδιλίτης, [ambiguitates] Quint. 1.10.5.
Greek Monolingual
κροκοδίλινος, -ίνη, -ον (Α) κροκόδιλος
αυτός που αναφέρεται στο σόφισμα κροκοδιλίτης.