κροτικός
From LSJ
τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation
Greek Monolingual
-ή, -ό κρότος
1. αυτός που μπορεί να παραγάγει ήχο, αυτός που κάνει κρότο
2. χημ. φρ. «κροτικό οξύ» — άλλη ονομασία του βροντώδους οξέος, του οποίου τα άλατα ονομάζονται και βροντώδη άλατα («κροτικός υδράργυρος» — βροντώδης υδράργυρος).