κτίμενος
From LSJ
τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
German (Pape)
[Seite 1520] einzeln stehendes partic. eines aor. sync., wie von κτιω, zu κτίζω gehörig, = gegründet. S. ἐϋκτίμενος.
French (Bailly abrégé)
part. pf. épq. de κτίζω.