κτενοποιός
From LSJ
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
English (LSJ)
ὁ, = κτενιοποιός, ib.
Greek Monolingual
και χτενοποιός, ο (Α κτενοποιός)
κατασκευαστής χτενών, χτενάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κτεν- (< κτείς, κτενός) + συνδετικό φωνήεν -ο- + -ποιός (< ποιῶ)].