κυλινδήθρα

From LSJ

σταγόνες ὕδατος πέτρας κοιλαίνουσιν → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠλινδήθρα Medium diacritics: κυλινδήθρα Low diacritics: κυλινδήθρα Capitals: ΚΥΛΙΝΔΗΘΡΑ
Transliteration A: kylindḗthra Transliteration B: kylindēthra Transliteration C: kylindithra Beta Code: kulindh/qra

English (LSJ)

ἡ, = ἀλινδήθρα (q.v.).

Greek (Liddell-Scott)

κῠλινδήθρα: ἡ, = ἀλινδήθρα, ὃ ἴδε, πρβλ. ἐξαλίω.

Greek Monolingual

κυλινδήθρα, ἡ (Α)
τόπος όπου κυλιούνται τα άλογα, αλινδήθρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυλίνδω, κατά το συνώνυμο αλινδήθρα (< ἀλίνδω «κυλώ»)].

Greek Monotonic

κῠλινδήθρα: ἡ = ἀλινδήθρα, βλ. αυτ.

Middle Liddell

κῠλινδήθρα, ἡ, = ἀλινδήθρα, q.v.]

German (Pape)

ἡ, wie καλινδήθρα, Wälzplatz für Pferde (?).