κυνήγημα

From LSJ

ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον → though I speak with the tongues of men and of angels and have not charity I am become as sounding brass or a tinkling cymbal

Source

Greek Monolingual

το (Μ κυνήγημα) κυνηγώ
η κατά πόδας καταδίωξη, κυνηγητό
νεοελλ.
μτφ. επίμονη αναζήτηση ή επιδίωξη («το κυνήγημα του πλούτου και της δόξας»).