κυνοβλώψ

From LSJ

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠνοβλώψ Medium diacritics: κυνοβλώψ Low diacritics: κυνοβλώψ Capitals: ΚΥΝΟΒΛΩΨ
Transliteration A: kynoblṓps Transliteration B: kynoblōps Transliteration C: kynovlops Beta Code: kunoblw/y

English (LSJ)

ῶπος, ὁ, ἡ, with a dog's look, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

κῠνοβλώψ: -ῶπος, ὁ, ἡ, ἔχων τὸ βλέμμα κυνός, «κυνοβλῶπες· κύνειον ὁρῶντες» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κυνοβλώψ, -ῶπος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που κοιτάζει με κυνική αναίδεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + -βλώψ (< βλέπω, εκτεταμένη - ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας), πρβλ. παραβλώψ, υποβλώψ. Τα σύνθ. αυτά μπορεί να σχηματίστηκαν και αναλογικά με τα σύνθ. σε -ωψ < ὤψ, ὠπός «μάτι», πρβλ. γλαυκώψ].

German (Pape)

ῶπος, hündisches Blickes; Hesych. erkl. κύνειον ὁρῶντες.