κυνοσπάρακτος
From LSJ
Κακοῦ μεταβολὴν ἀνδρὸς οὐ δεῖ προσδοκᾶν → Non exspectandus improbi flexus viri → Auf Wandel eines schlechten Mannes warte nicht
English (LSJ)
[ᾰ], ον, torn by dogs, S.Ant.1198.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
déchiré par des chiens.
Étymologie: κύων, σπαράσσω.
German (Pape)
von Hunden zerrissen, σῶμα Soph. Ant. 1183.
Russian (Dvoretsky)
κῠνοσπάρακτος: (πᾰ) растерзанный собаками (σῶμα Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
κῠνοσπάρακτος: -ον, κατασπαραχθεὶς ὑπὸ κυνῶν, Σοφ. Ἀντ. 1198.
Greek Monolingual
κυνοσπάρακτος, -ον (Α)
αυτός που κατασπαράχθηκε από σκυλιά («ἔνθ' ἔκειτο νηλεὲς κυνοσπάρακτον σῶμα Πολυνείκους», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + σπαράσσω.
Greek Monotonic
κῠνοσπάρακτος: -ον (σπαράσσω), κατασπαραγμένος από σκυλιά, σε Σοφ.
Middle Liddell
κῠνο-σπάρακτος, ον σπαράσσω
torn by dogs, Soph.